σχηματισμός

σχηματισμός
ο, ΝΜΑ [σχηματίζω]
1. το να σχηματίζεται κάτι, να προσλαμβάνει σχήμα, να παίρνει ορισμένη μορφή, μορφοποίηση
2. στρ. η με ορισμένο τρόπο διάταξη τών ανδρών ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων
νεοελλ.
1. διαμόρφωση («σχηματισμός ιδέας»)
2. οργάνωση, συγκρότηση («σχηματισμός τάγματος»)
3. (κατ' επέκτ.) το τμήμα που οργανώνεται («σχηματισμοί προσκόπων»)
4. δημιουργία, παραγωγή (α. «σχηματισμός πληγής» β. «σχηματισμός χημικής ενώσεως»)
5. γραμμ. α) σύνθεση (α. «σχηματισμός λέξεων» β. «σχηματισμός προτάσεων»)
β) ο τρόπος κλίσης τών κλιτών μερών τού λόγου («σχηματισμός τών τύπων ενός ρήματος»)
6. στρ. α) μεγάλη μονάδα τού στρατού, η οποία διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και περιλαμβάνει μονάδες διαφόρων όπλων και σωμάτων
β) ομάδα αεροπλάνων που προχωρούν σε ορισμένη διάταξη
7. ναυτ. η σχετική θέση τών πλοίων τού στόλου ή μιας μονάδας τού στόλου, την οποία αυτά παίρνουν μετά από σήμα τής ναυαρχίδας προκειμένου να πλεύσουν ή να εκτελέσουν πολεμική αποστολή (α. «σχηματισμός πορείας» β. «σχηματισμός μάχης»)
8. γεωλ. θεμελιώδης τυπική λιθοστρωματογραφική ενότητα που αποτελείται από ένα σύνολο γεωλογικών στρωμάτων
9. φρ. «δικτυωτός σχηματισμός»
ανατ. άθροισμα κυττάρων με ποικιλία μεγέθους και σχήματος, τα οποία είναι κατανεμημένα σε όλο το μήκος τού εγκεφαλικού στελέχους, καταλαμβάνοντας την κεντρική μοίρα του
μσν.-αρχ.
φρ. «πληθυντικὸς σχηματισμός» — ο πληθυντικός αριθμός (Δαμασκ. Αρχ.)
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) προσποιητός, πλαστός τρόπος
2. (γενικά) υποκρισία
3. η μορφή με την οποία εμφανίζεται κάθε φορά κάτι (α. «οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοὶ τῆς σελήνης» — δηλ. οι φάσεις τής σελήνης, Αριστοτ.
β. «σχηματισμοὶ τοῡ σώματος» — δηλ. οι στάσεις ή θέσεις, Αριστοτ.)
4. (στη φιλοσ. τού Επικούρου) α) το σχήμα, η μορφή ενός πράγματος, ιδίως αμετάβλητου, όπως είναι λ.χ. το άτομο
β) το ίδιο το άτομο
5. σχήμα λόγου
6. αστρολ. το να βρίσκεται ένας αστέρας σε μια ορισμένη θέση
7. τρόπος κόμμωσης
8. χορευτικό σχήμα, φιγούρα
9. φρ. α) «ποιητικὸς σχηματισμός» — ο ποιητικός τρόπος έκφρασης Αθήν.
β) «σχηματισμοὶ προσώπου» — οι διάφορες εκφράσεις τού προσώπου (Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχηματισμός — configuration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμός — ο 1. διαμόρφωση, πρόσδοση ή πρόσληψη μορφής. 2. δημιουργία: Του ανατέθηκε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης. 3. (γραμμ.), «σχηματισμός ονόματος ή ρήματος», η κλίση του. 4. ορισμένη διάταξη στρατιωτών. 5. ομάδα αεροπλάνων ή πλοίων σε ορισμένη διάταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάπλαση — Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

  • σχηματισμοῖς — σχηματισμός configuration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμοί — σχηματισμός configuration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμοῦ — σχηματισμός configuration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμούς — σχηματισμός configuration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”